πυροσβεστήρας

πυροσβεστήρας
Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους τύπους, βασίζεται στην αρχή της παρεμβολής ανάμεσα στη φλεγόμενη επιφάνεια και στον αέρα ενός άκαυστου αδρανούς σώματος, έτσι ώστε, με την ισχυρή ψήξη που προκαλείται από την ταχεία εξάτμιση και με την απορρόφηση του οξυγόνου, να διακοπεί η πρόοδος της καύσης. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται γι’ αυτό τον σκοπό μπορεί να είναι ο τετραχλωριούχος άνθρακας, ένα αφρογόνο μείγμα από διανθρακικό νάτριο και φυτικές κόλλες, και, συχνότερα, το ανθρακικό χιόνι (ανθρακικός ανυδρίτης σε ρευστή κατάσταση). Πυροσβέστης με ειδική ενδυμασία για την προστασία του από τις φλόγες, κρατά φορητό πυροσβεστήρα. Πυροσβεστήρας ανθρακικού ανυδρίτη. Ο πίδακας του ανθρακικού ανυδρίτη, όταν κατευθυνθεί προς την εστία της φλόγας, σχηματίζει πάνω στην επιφάνεια που καίγεται ένα αδρανές σώμα. Πυροσβεστήρας μεταφερόμενος σε φορείο.
* * *
ο, Ν
τεχνολ. φορητή ή κινητή συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατάσβεση πυρκαγιάς μικρής εκτάσεως με την προσβολή της από ουσία που ψύχει το καιόμενο υλικό, καταπνίγει τη φλόγα με στέρηση οξυγόνου ή υπεισέρχεται στις συντελούμενες μέσα στη φλόγα αντιδράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -σβεστήρας (< σβέννυμι «σβήνω» + επίθημα -τήρας). Η λ., στον πληθ. πυροσβεστῆρες, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυροσβεστήρας — ο 1. μηχανισμός φορητός για την κατάσβεση φωτιάς. 2. όχημα της πυροσβεστικής υπηρεσίας για την κατάσβεση των πυρκαγιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”